περικυκλώνω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

περικυκλῶ, -όω, ΝΜΑ
περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς
νεοελλ.
στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ
μσν.
περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω
αρχ.
1. περιέρχομαι
2. μέσ. περικυκλοῡμαι -όομαι
πολιορκούμαι από παντού.