περιτείχιση

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

η / περιτείχισις, -ίσεως, ΝΑ περιτειχίζω
περιβολή, οχύρωση ενός χώρου με τείχος
νεοελλ.
κτίσιμο, ανέγερση κτίσματος ολόγυρα από κάτι
αρχ.
1. αποκλεισμός, πολιορκία με την κατασκευή τείχους γύρω από κάτι
2. άμυνα.