περίχυμα
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is poured round or over, wash, Dsc.1.87 ; of whey, Gal.17 (1).983. II that which is diffused around the earth, atmosphere, τὸ ἱερὸν π. Herm. ap. Stob.1.49.44. III ablution, Marin.Procl. 26.
German (Pape)
[Seite 601] τό, das Herumgegossene, Sp., z. B. Schol. Il. 23, 561.
Greek (Liddell-Scott)
περίχῠμα: τό, τὸ περικεχυμένον ἢ περιχεόμενον, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 195. ΙΙ. ἀπόλουσις, Μαρῖνος ἐν βίῳ Πρόκλου σελ. 21.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ περιχέω
το υγρό που χύνεται πάνω σε κάτι
αρχ.
1. η ατμόσφαιρα, που είναι διάχυτη γύρω από την Γη
2. το απολουσίδι.