περπατησιά

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

η, Ν
ο χαρακτηριστικός τρόπος που περπατάει κάποιος, το βάδισμά του, ο βηματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περπάτησ-α, αόρ. του περπατώ + κατάλ. -ιά].