περπατησιά
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
η, Ν
ο χαρακτηριστικός τρόπος που περπατάει κάποιος, το βάδισμά του, ο βηματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περπάτησ-α, αόρ. του περπατώ + κατάλ. -ιά].