περιτονίτιδα

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

η, Ν
οξεία ή χρόνια φλεγμονή του περιτοναίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peritonitis (< περιτόν-αιο + επίθημα -ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιτονῖτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].