πετρόκοιτος

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A with bed of rock, εὐνά Simm.26.18.

German (Pape)

[Seite 606] im Felsen liegend, schlafend, Simmias Ov.

Greek (Liddell-Scott)

πετρόκοιτος: -ον, ὁ ἔχων κοίτην ἐκ πετρῶν, εὐνὴ Ἀνθ. Π. 15, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit au milieu des rochers.
Étymologie: πέτρος, κοίτη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κοιμάται μέσα στις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ορεσί-κοιτος].