ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
το, Ν πηλοφόρος1. ξύλινο σκεύος με το οποίο οι εργάτες μεταφέρουν πηλό, λάσπη στους χτίστες2. φρ. «δουλεύει πηλοφόρι» — είναι βοηθός κτίστη.