πλάνισμα
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
Greek Monolingual
και πλάνιασμα, το, Ν πλανίζω
τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη.