πλαγιομάγαδις

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλαγιομάγαδις: ἡ, πλαγία μάγαδις, κατὰ διόρθωσιν Meineke ἀντὶ παλαιομάγαδις, ἐν Ἀθην. δειπνοσ. σ. 182d.

Greek Monolingual

-άδεως, ἡ, Α
πλάγια μάγαδις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + μάγαδις «έγχορδο μουσικό όργανο»].