Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Full diacritics: πληθικῶς | Medium diacritics: πληθικῶς | Low diacritics: πληθικώς | Capitals: ΠΛΗΘΙΚΩΣ |
Transliteration A: plēthikō̂s | Transliteration B: plēthikōs | Transliteration C: plithikos | Beta Code: plhqikw=s |
Adv.
A in the majority of instances, OGI669.49 (Egypt, i A.D.).
πληθικῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τὸ πλεῖστον, καθόλου ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49.
Α
επίρρ. ως επί το πλείστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος μέσω ενός αμάρτυρου στην αρχ. επίθ. πληθικός].