ποδάρα

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

η, Ν
1. πολύ μεγάλο πόδι
2. φρ. «απλώνω τις ποδάρες μου» — κάθομαι και αναπαύομαι απλώνοντας τα πόδια κατά τρόπο μη κόσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μουλάρ-α, πιθάρ-α)].