Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
η, Ν
1. πολύ μεγάλο πόδι
2. φρ. «απλώνω τις ποδάρες μου» — κάθομαι και αναπαύομαι απλώνοντας τα πόδια κατά τρόπο μη κόσμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μουλάρ-α, πιθάρ-α)].