πολεμοφόδια

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

και πολεμεφόδια, τα, Ν
το σύνολο τών εφοδίων που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + εφόδια. Ο τ. πολεμοφόδια προήλθε από τον ορθό τ. πολεμεφόδια με αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο-. Η λ. πολεμεφόδια μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].