πολιόκρανος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολιόκρᾱνος: -ον, πολιὸς τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τοῦ Ἀδριανοῦ (πρβλ. ἀργυρόκρανος), Χρησμ. Σιβ. 8. 50, ἔνθα τὸ μέτρον παιτεῖ πολίκρανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + -κρανος (< κρανον [πρβλ. κρανίον), πρβλ. μακρό-κρανος, ορθό-κρανος].