πολιτοκάπηλος Search Google

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A jobber in public offices, Malch. ap. Suid. s.v. Ζήνων.

German (Pape)

[Seite 657] ὁ, der mit dem Staate, den Bürgern Handel treibt, Suid. v. Ζήνων.

Greek (Liddell-Scott)

πολῑτοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ὁ ἐμπορευόμενος τὰς δημοσίας θέσεις, Σουΐδ. ἐν λ. Ζήνων.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εμπορεύεται τις δημόσιες θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + κάπηλος (πρβλ. ανδρο-κάπηλος, σωματο-κάπηλος)].