πολυαλφής

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαλφής Medium diacritics: πολυαλφής Low diacritics: πολυαλφής Capitals: ΠΟΛΥΑΛΦΗΣ
Transliteration A: polyalphḗs Transliteration B: polyalphēs Transliteration C: polyalfis Beta Code: polualfh/s

English (LSJ)

ές, (ἀλφάνω)

   A fetching a high price, Nonn.D.37.715.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαλφής: -ές, (ἀλφάνω ἢ ἀλφαίνω), ὅστις δύναται νὰ πωληθῇ ἀκριβά, Νόνν. Δ. 37. 715.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μπορεί να πωληθεί σε μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ» (πρβλ. τιμ-αλφής)].