ποάνθρακας

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
γεωλ. άλλη ονομασία της τύρφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόα + άνθρακας. Η λ., στον λόγιο τ. ποάνθραξ, μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών].