πολυανδρεῖον
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
τό,
A common burial-place, IG22.1035.33, al., Favorin. in PVat.11.8.20; Αακώνων SIG826 Eiii32 (Delph., ii B. C.); cf. πολυάνδριος 11.2.
Greek Monolingual
τὸ, Α πολύανδρος
νεκροταφείο πολλών ανδρών.