κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ο, η, Ναυτός που πολιτικολογεί, που συζητά διαρκώς για πολιτικά ζητήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + -λόγος. Η λ., στον πληθ. πολιτικολόγοι μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].