εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
-η, -ο, Ν
1. αυτός που διαρκεί πολύ καιρό
2. αυτός που υπάρχει από παλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καιρός (πρβλ. εύκαιρος)].