πολυμορφισμός
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
ο, Ν
1. βιολ. οι δομικές ή λειτουργικές διακυμάνσεις ή παραλλαγές που εμφανίζονται στα άτομα του ίδιου είδους και που καθορίζονται από γενετικές διαφορές ή από διαφορετικές συνθήκες υπό τις οποίες ζουν και προσαρμόζονται οι διάφοροι οργανισμοί
2. (κρυσταλλ.-χημ.) η συνθήκη κατά την οποία μια στερεά χημική ένωση απαντά σε περισσότερες από μία κρυσταλλικές μορφές, μορφές που παρουσιάζουν διαφορές ως προς τις φυσικές και, μερικές φορές, ως προς τις χημικές ιδιότητές τους, μολονότι ταυτίζονται τα διαλύματα και οι ατμοί τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymorphism < πολύμορφος + κατάλ. -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Σπυρ. Μηλιαράκη].