πολύγραφος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. πολυγράφος, ο, Ν
τεχνολ. συσκευή παλαιότερου συστήματος παραγωγής αντιτύπων μιας σελίδας με τη χρησιμοποίηση ειδικής μεμβράνης, του κηρόχαρτου, η οποία έχει ετοιμαστεί σε γραφομηχανή ή είναι χειρόγραφη, συσκευή που έχει αντικατασταθεί πλέον από το φωτοαντιγραφικό μηχάνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γραφος].