πολύγραφος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

και παλ. γρφ. πολυγράφος, ο, Ν
τεχνολ. συσκευή παλαιότερου συστήματος παραγωγής αντιτύπων μιας σελίδας με τη χρησιμοποίηση ειδικής μεμβράνης, του κηρόχαρτου, η οποία έχει ετοιμαστεί σε γραφομηχανή ή είναι χειρόγραφη, συσκευή που έχει αντικατασταθεί πλέον από το φωτοαντιγραφικό μηχάνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γραφος].