πολυγράφος

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγρᾰ́φος Medium diacritics: πολυγράφος Low diacritics: πολυγράφος Capitals: ΠΟΛΥΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: polygráphos Transliteration B: polygraphos Transliteration C: polygrafos Beta Code: polugra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, writing much, Id.Ind.Sto.32, Ath. Mech.6.2: Sup. πολυγραφώτατος Cic. Att.13.18, D.L.10.26.

German (Pape)

[Seite 661] viel schreibend, Sp.; im superl. πολυγραφώτατος Cic. Att. 13, 18; D. L. 10, 26.

Russian (Dvoretsky)

πολυγράφος: (ᾰ) много пишущий Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγράφος: -ον, ὁ πολλὰ γράφων, ὑπερθ. πολυγραφώτατος, Διογ. Λ. 10 26, Κικ. πρ. Ἀττ. 13. 18.

Greek Monolingual

-ο / πολυγράφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γράφει πολλά
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο πολυγράφος
α) ο πολύγραφος
β) γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γραφος (πρβλ. καλλίγράφος)].