πολυποσία

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠποσία Medium diacritics: πολυποσία Low diacritics: πολυποσία Capitals: ΠΟΛΥΠΟΣΙΑ
Transliteration A: polyposía Transliteration B: polyposia Transliteration C: polyposia Beta Code: poluposi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (πόσις)

   A hard-drinking, Hp.Aph.7.7, Plb. 5.15.2, Ph.1.682, Demoph.Sim.49.

German (Pape)

[Seite 669] ἡ, das Vieltrinken; Pol. 5, 15, 2; Luc. Paras. 16 im plur.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠποσία: Ἰων. ἡ, (πόσις) τὸ πολὺ πίνειν, τὸ πίνειν πολὺν οἶνον, (πρβλ. πολυδαισία), Ἱππ. Ἀφ. 1258, Πολύβ. 5. 15, 2, κτλ.

Greek Monolingual

και πολυποσίη, ἡ, Α πολυπότης
η υπερβολική οινοποσία.