πολυχρηματία

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ἡ,

   A greatness of wealth, opp. εὐτέλεια, X.Smp.4.42, cf. Poll.3.110.

German (Pape)

[Seite 677] Besitz vieles Vermögens; Poll. 3, 110; bei Xen. Conv. 4, 42 Ggstz von εὐτέλεια.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρημᾰτία: ἡ, ἀφθονία χρημάτων, πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4. 42, Πολυδ. Γ΄, 110.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
abondance de biens, richesse.
Étymologie: πολυχρήματος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολυχρήματος
αφθονία χρημάτων, πολλά χρήματα, μεγάλος πλούτος.