πολυτοκία
From LSJ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
ἡ,
A fecundity, Arist.GA750a28,771a16.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, das Vielgebären, Arist. gen. an. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτοκία: τὸ πολλὰ τίκτειν, γονιμότης, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 16., 4. 4, 13.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύτοκος
η ιδιότητα του πολυτόκου, το να γεννάει κανείς πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. ευφορία, γονιμότητα.