πορφυρίνη
From LSJ
Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.
Greek Monolingual
η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι πορφυρίνες
(βιοχ.) υδατοδιαλυτές αζωτούχες βιολογικές χρωστικές, ή βιοχρώματα, τα παράγωγα τών οποίων περιλαμβάνουν τις αιμοπρωτεΐνες, τις αιμοσφαιρίνες, τα κυτοχρώματα και την καταλάση και οι οποίες, ανάλογα με την υποκατάσταση τών ριζών του πυρρολικού δακτυλίου διακρίνονται σε αιτιοπορφυρίνες, ουροπορφυρίνες, και κοπροπορφυρίνες.