ποταμοφυλακία

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμοφῠλᾰκία Medium diacritics: ποταμοφυλακία Low diacritics: ποταμοφυλακία Capitals: ΠΟΤΑΜΟΦΥΛΑΚΙΑ
Transliteration A: potamophylakía Transliteration B: potamophylakia Transliteration C: potamofylakia Beta Code: potamofulaki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of river-guard, CIL2.1970 (in Lat. form), prob. in PAmh.2.32.13 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ποταμοφυλακία: ἡ, φύλαξις ποταμοῦ, praefectus potamophylaciai, Ἐπιγρ. Λατ. παρὰ τῷ Moratori 1056. 4.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η υπηρεσία της φύλαξης, φρούρησης του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -φυλακία (< -φύλαξ < φύλαξ, -ακος), πρβλ. υδρο-φυλακία].