ποταμοφυλακία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, office of river-guard, CIL2.1970 (in Lat. form), prob. in PAmh.2.32.13 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ποταμοφυλακία: ἡ, φύλαξις ποταμοῦ, praefectus potamophylaciai, Ἐπιγρ. Λατ. παρὰ τῷ Moratori 1056. 4.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η υπηρεσία της φύλαξης, φρούρησης του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -φυλακία (< -φύλαξ < φύλαξ, -ακος), πρβλ. υδροφυλακία].