πουπουλένιος
From LSJ
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
-α, -ο, Ν
1. αυτός που είναι γεμάτος με πούπουλα («πουπουλένιο μαξιλάρι»)
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πούπουλα
3. μτφ. πάρα πολύ ελαφρός και μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούπουλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].