πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
ο, θηλ. ποταμοδέτρα, η, Ν
μάγος που μπορεί να δέσει τον ποταμό, να σταματήσει τη ροή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + δέτης/δέτρα (< δένω)].