πριονίζω

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

German (Pape)

[Seite 702] sägen (?).

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονίζω: ὡς καὶ νῦν, διὰ πρίονος κόπτω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ΝΑ πριόνιον
κόβω με πριόνι («τα σαράκια να πριονίζουν... τα κατακλείδια», Βαλαωρ.).