πριγκιπάτο
From LSJ
το / πριγκιπᾱτον, ΝΜ και πριγκηπάτο Ν
η ιδιότητα και το αξίωμα του πρίγκιπα
νεοελλ.
χώρα ή κρατίδιο το οποίο διοικείται από ηγεμόνα που φέρει τον τίτλο του πρίγκιπα, μικρή ηγεμονία («το πριγκιπάτο του Λίχτενσταϊν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. principatus «αρχή, ηγεμονία»].