προβατοκάμηλος

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
λόγια ελληνική ονομασία του θηλαστικού λάμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κάμηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].