προβατοφθόρος

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

German (Pape)

[Seite 711] Schafe vernichtend, Sp.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός κατάστρέφει τα πρόβατα, που αφανίζει τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχο-φθόρος.