Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
[Seite 711] Schafe vernichtend, Sp.
-ον, Μ
αυτός κατάστρέφει τα πρόβατα, που αφανίζει τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχο-φθόρος.