προεγκαλώ
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Greek Monolingual
-έω, ΝΜΑ
(η μτχ. αρσ. ενεργ
ενεστ. ως κύριο όν.) Προεγκαλών
τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου
αρχ.
κατηγορώ εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐγκαλῶ «καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση»].