προεγκαλώ

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

-έω, ΝΜΑ
(η μτχ. αρσ. ενεργ
ενεστ. ως κύριο όν.) Προεγκαλών
τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου
αρχ.
κατηγορώ εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐγκαλῶ «καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση»].