προεισαγωγικός

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek (Liddell-Scott)

προεισᾰγωγικός: -ή, -όν, εἰσαγωγικός, ἐν εἰσαγωγῆς μέρει, Εὐδόξιος ἐν Maii Coll. Vat. τ. 1, σ. 167.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προεισαγωγικός, -ή, -όν, ΝΑ προεισαγωγή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή
νεοελλ.
προκαταρκτικός («προεισαγωγική ανάκριση»).
επίρρ...
προεισαγωγικώς και προεισαγωγικά Ν
1. με τη μορφή προεισαγωγής
2. προκαταρκτικά.