προεισαγωγικός
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek (Liddell-Scott)
προεισᾰγωγικός: -ή, -όν, εἰσαγωγικός, ἐν εἰσαγωγῆς μέρει, Εὐδόξιος ἐν Maii Coll. Vat. τ. 1, σ. 167.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προεισαγωγικός, -ή, -όν, ΝΑ προεισαγωγή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή
νεοελλ.
προκαταρκτικός («προεισαγωγική ανάκριση»).
επίρρ...
προεισαγωγικώς και προεισαγωγικά Ν
1. με τη μορφή προεισαγωγής
2. προκαταρκτικά.