προεισαγωγικός

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek (Liddell-Scott)

προεισᾰγωγικός: -ή, -όν, εἰσαγωγικός, ἐν εἰσαγωγῆς μέρει, Εὐδόξιος ἐν Maii Coll. Vat. τ. 1, σ. 167.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προεισαγωγικός, -ή, -όν, ΝΑ προεισαγωγή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προεισαγωγή
νεοελλ.
προκαταρκτικός («προεισαγωγική ανάκριση»).
επίρρ...
προεισαγωγικώς και προεισαγωγικά Ν
1. με τη μορφή προεισαγωγής
2. προκαταρκτικά.