προκαταπλάσσω

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A plaster before, in Pass., Heras ap.Gal.13.547, Herod.Med. ap. Orib.Fr.70 (= Aët.5.130).

Greek (Liddell-Scott)

προκαταπλάσσω: ἐπιθέτω κατάπλασμα πρότερον, Γαλην. τ. 10, σ. 263.

Greek Monolingual

Α
επιθέτω κατάπλασμα εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλάσσω «βάζω κατάπλασμα»].