προκαταπλάσσω
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
plaster before, in Pass., Heras ap.Gal.13.547, Herod.Med. ap. Orib.Fr.70 (= Aët.5.130).
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπλάσσω: ἐπιθέτω κατάπλασμα πρότερον, Γαλην. τ. 10, σ. 263.
Greek Monolingual
Α
επιθέτω κατάπλασμα εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλάσσω «βάζω κατάπλασμα»].