προμηθευτής

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

ο, θηλ. προμηθεύτρια και προμηθεύτρα, Ν
1. αυτός που προμηθεύει, που εφοδιάζει κάποιον με κάτιπρομηθευτής της βασιλικής αυλής» — τιμητικός τίτλος που απονεμόταν στους καταστηματάρχες από τους οποίους λάμβαναν προμήθειες οι υπηρεσίες τών ανακτόρων και οι βασιλείς)
2. επαγγελματίες που αναλαμβάνουν τον εφοδιασμό πλοίων κρατικών υπηρεσιών, κοινωφελών ιδρυμάτων, κ.ά. φορέων
3. μτφ. (σχετικά με γυναίκες) μαστρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμηθεύω. Η λ. προμηθευτής μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες, ενώ η λ. προμηθεύτρια από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].