προπαραλήγουσα

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
γραμμ. η τρίτη συλλαβή μιας λέξης από το τέλος της προς την αρχή της, η οποία αποτελεί και την οριακή συλλαβή για τον τονισμό τών λέξεων της Ελληνικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. της μτχ. ενεστ. του προπαραλήγω (< προ- + παραλήγω)].