προπαραλήγω
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
English (LSJ)
to be the antepenultimate, ἡ προπαραλήγουσα (sc. συλλαβή) the antepenultimate, Sch.Ar.Ra.1455, Eust.15.34, al.:—Med., π. τῷ o have o in the antepenultimate, EM308.49.
German (Pape)
[Seite 738] vorher aufhören, ἡ προπαραλήγουσα, sc. συλλαβή, die vorvorletzte, drittletzte Sylbe, antepenultima, Gramm.
French (Bailly abrégé)
t. de gramm. être antépénultième ; ἡ προπαραλήγουσα (συλλαβή) syllabe antépénultième;
Moy. προπαραλήγομαι m. sign.
Étymologie: πρό, παραλήγω.
Greek (Liddell-Scott)
προπαραλήγω: ἐξ οὗ ἡ προπαραλήγουσα (ἐξυπακ. συλλαβή), ἡ πρὸ τῆς παραληγούσης, δηλ. ἡ τρίτη συλλαβὴ ἀπὸ τῆς ληγούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1455, Εὐστ., κλπ.· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προπαραλήγεσθαι τῷ ο. Ἐτυμολ. Μέγ. 308. 49.
Greek Monolingual
ΜΑ παραλήγω
1. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.)
βλ. προπαραλήγουσα
2. (μέσ. με δοτ.) προπαραλήγεσθαι
δηλώνει τον σχηματισμό της παραλήγουσας με ένα γράμμα («προπαραλήγεσθαι τῴ ο» — η προπαραλήγουσα σχηματίζεται με το ο, Μέγα Ετυμολογικόν).