πρόπλους

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek (Liddell-Scott)

πρόπλους: ὁ, ὁ πλέων πρότερον ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 112.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
v. πρόπλοος.

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Α προπλέω
1. αυτός που προπλέει, που πλέει πρώτος, αυτός που προηγείται σε πλου για λόγους ασφαλείας
2. το αρσ. ως ουσ. πρόπλους
πλους πριν από τους άλλους, προηγούμενος πλους
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ πρόπλοι
(ενν. νῆες) πλοία που προηγούνται και οδηγούν τα άλλα που ακολουθούν.