προσδέκομαι
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Greek (Liddell-Scott)
προσδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ προσδέχομαι, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προσδέχομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προσδέχομαι.