προπίθηκος

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. α) γένος δενδρόβιων προπιθήκων της Μαδαγασκάρης
β. στον πληθ. οι προπίθηκοι
γενική ονομασία τών κατώτερων πρωτευόντων, που ανήκουν σε 6 οικογένειες και 53 είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propithecus (< προ- + πίθηκος)].