ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
-έομαι, Α
1. προσέρχομαι, φθάνω («δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῑται», Αισχύλ.)
2. φθάνω μέχρι... («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται», Αισχύλ.)
3. πλησιάζω ως ικέτης («προσίζομαι μεσόμφαλον θ' ἵδρυμα Λοξίου πέδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φθάνω»].