προσλάζομαι
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
German (Pape)
[Seite 771] poet. statt προσλαμβάνω, Hesych.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) προσλάζυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λάζομαι «λαμβάνω, δράττομαι, αρπάζω»].