προσχέδιο

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

το, Ν
προκαταρκτικό σχέδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σχέδιο. Η λ., στον λόγιο τ. προσχέδιον, μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].